- ἐπιορκία
- ἐπιορκίᾱ , ἐπιορκίαfalse swearingfem nom/voc/acc dualἐπιορκίᾱ , ἐπιορκίαfalse swearingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιορκίᾳ — ἐπιορκίαι , ἐπιορκία false swearing fem nom/voc pl ἐπιορκίᾱͅ , ἐπιορκία false swearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιορκία — η (AM ἐπιορκία) [επίορκος] ψεύτικος όρκος, καταπάτηση όρκου, αθέτηση ένορκης υπόσχεσης («τὴν βασιλέως ἐπιορκίαν καὶ ἀσέβειαν», Ξεν.) νεοελλ. (ποιν. δίκ.) η εκούσια αθέτηση υπόσχεσης που δόθηκε για την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης και επιβεβαιώθηκε… … Dictionary of Greek
επιορκία — η η καταπάτηση όρκου που δόθηκε, αθέτηση υποσχέσεων που δόθηκαν με όρκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιορκίας — ἐπιορκίᾱς , ἐπιορκία false swearing fem acc pl ἐπιορκίᾱς , ἐπιορκία false swearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιορκίαι — ἐπιορκία false swearing fem nom/voc pl ἐπιορκίᾱͅ , ἐπιορκία false swearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιορκίαν — ἐπιορκίᾱν , ἐπιορκία false swearing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιορκιῶν — ἐπιορκία false swearing fem gen pl ἐπιορκίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιορκίαις — ἐπιορκία false swearing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιορκίης — ἐπιορκία false swearing fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιορκίῃ — ἐπιορκία false swearing fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)